Χαιρωνικός
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | Χαιρωνικός | ἡ | Χαιρωνική | τὸ | Χαιρωνικόν |
| γενική | τοῦ | Χαιρωνικοῦ | τῆς | Χαιρωνικῆς | τοῦ | Χαιρωνικοῦ |
| δοτική | τῷ | Χαιρωνικῷ | τῇ | Χαιρωνικῇ | τῷ | Χαιρωνικῷ |
| αιτιατική | τὸν | Χαιρωνικόν | τὴν | Χαιρωνικήν | τὸ | Χαιρωνικόν |
| κλητική ὦ! | Χαιρωνικέ | Χαιρωνική | Χαιρωνικόν | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ | Χαιρωνικοί | αἱ | Χαιρωνικαί | τὰ | Χαιρωνικᾰ́ |
| γενική | τῶν | Χαιρωνικῶν | τῶν | Χαιρωνικῶν | τῶν | Χαιρωνικῶν |
| δοτική | τοῖς | Χαιρωνικοῖς | ταῖς | Χαιρωνικαῖς | τοῖς | Χαιρωνικοῖς |
| αιτιατική | τοὺς | Χαιρωνικούς | τὰς | Χαιρωνικᾱ́ς | τὰ | Χαιρωνικᾰ́ |
| κλητική ὦ! | Χαιρωνικοί | Χαιρωνικαί | Χαιρωνικᾰ́ | |||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Χαιρωνικώ | τὼ | Χαιρωνικᾱ́ | τὼ | Χαιρωνικώ |
| γεν-δοτ | τοῖν | Χαιρωνικοῖν | τοῖν | Χαιρωνικαῖν | τοῖν | Χαιρωνικοῖν |
| 2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- Χαιρωνικός < αρχαία ελληνική Χαιρών(εια) + -ικός
Πηγές
- Χαιρωνικός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.