Φιλικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Φιλικός οι Φιλικοί
      γενική του Φιλικού των Φιλικών
    αιτιατική τον Φιλικό τους Φιλικούς
     κλητική Φιλικέ Φιλικοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ουσιαστικό

Φιλικός αρσενικό

  • μέλος της Φιλικής Εταιρείας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.