Τρικκαῖος

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Τρικκαῖος οἱ Τρικκαῖοι
      γενική τοῦ Τρικκαίου τῶν Τρικκαίων
      δοτική τῷ Τρικκαί τοῖς Τρικκαίοις
    αιτιατική τὸν Τρικκαῖον τοὺς Τρικκαίους
     κλητική ! Τρικκαῖε Τρικκαῖοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Τρικκαίω
γεν-δοτ τοῖν  Τρικκαίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «κῆπος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Τρικκαῖος < Τρίκκ(η) + -αῖος

Ουσιαστικό

Τρικκαῖος, -ου αρσενικό & ως επίθετο μονογενές μονοκατάληκτο

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.