Τζαμαϊκανός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Τζαμαϊκανός οι Τζαμαϊκανοί
      γενική του Τζαμαϊκανού των Τζαμαϊκανών
    αιτιατική τον Τζαμαϊκανό τους Τζαμαϊκανούς
     κλητική Τζαμαϊκανέ Τζαμαϊκανοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Τζαμαϊκανός < Τζαμάικα

Ουσιαστικό

Τζαμαϊκανός αρσενικό (θηλυκό Τζαμαϊκανή)

  • (εθνικό όνομα) ο κάτοικος, ή αυτός που κατάγεται από την Τζαμάικα

Συγγενικά

  • τζαμαϊκάνικος

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.