Ταϊβάν

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

Ταϊβάν < αγγλική Taiwan < από παλαιότερο Tayuan, Tayoan, από Σιράγια tau (άνθρωποι) + an (μέρος)

Κύριο όνομα

Ταϊβάν θηλυκό άκλιτο

  1. (χώρα) νησιωτικό κράτος της Ασίας
  2. (συνεκδοχικά) το νησί της Ασίας στο οποίο βρίσκεται αυτό το κράτος

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.