Ταϊβάν
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
Κύριο όνομα
Ταϊβάν θηλυκό άκλιτο
- (χώρα) νησιωτικό κράτος της Ασίας
- (συνεκδοχικά) το νησί της Ασίας στο οποίο βρίσκεται αυτό το κράτος
Μεταφράσεις
Ταϊβάν
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.