Τέμενη
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | Τέμενη | ||
| γενική | της | Τέμενης | ||
| αιτιατική | την | Τέμενη | ||
| κλητική | Τέμενη | |||
| Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Τέμενη < μεσαιωνική ελληνική Τέμενη < τέμενος • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
-
Τέμενη στη Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις
Τέμενη
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.