Αίγιο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | Αίγιο | ||
| γενική | του | Αιγίου & Αίγιου | ||
| αιτιατική | το | Αίγιο | ||
| κλητική | Αίγιο | |||
| Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
-
Αίγιο στη Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις
Αίγιο
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.