Σύμπαν
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | Σύμπαν | ||
| γενική | του | Σύμπαντος | ||
| αιτιατική | το | Σύμπαν | ||
| κλητική | Σύμπαν | |||
| Κατηγορία όπως «μέλλον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Σύμπαν < σύμπαν
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.