Συηνίτης
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | Συηνίτης | οἱ | Συηνῖται |
| γενική | τοῦ | Συηνίτου | τῶν | Συηνιτῶν |
| δοτική | τῷ | Συηνίτῃ | τοῖς | Συηνίταις |
| αιτιατική | τὸν | Συηνίτην | τοὺς | Συηνίτᾱς |
| κλητική ὦ! | Συηνῖτᾰ | Συηνῖται | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Συηνίτᾱ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | Συηνίταιν | ||
| Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι μακρό. | ||||
| 1η κλίση, ομάδα 'στρατιώτης', Κατηγορία 'στρατιώτης' όπως «στρατιώτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Πηγές
- Συηνίτης - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.