Συηνίτης

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Συηνίτης οἱ Συηνῖται
      γενική τοῦ Συηνίτου τῶν Συηνιτῶν
      δοτική τῷ Συηνίτ τοῖς Συηνίταις
    αιτιατική τὸν Συηνίτην τοὺς Συηνίτᾱς
     κλητική ! Συηνῖτ Συηνῖται
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Συηνίτ
γεν-δοτ τοῖν  Συηνίταιν
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι μακρό.
1η κλίση, ομάδα 'στρατιώτης', Κατηγορία 'στρατιώτης' όπως «στρατιώτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Συηνίτης < Συήν(η) + -ίτης

Ουσιαστικό

Συηνίτης αρσενικό

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.