Στενά

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα Στενά
      γενική των Στενών
    αιτιατική τα Στενά
     κλητική Στενά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Στενά < στενά

Ουσιαστικό

Στενά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.