Στενά
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τα | Στενά | ||
| γενική | των | Στενών | ||
| αιτιατική | τα | Στενά | ||
| κλητική | Στενά | |||
| Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Στενά < στενά
Ουσιαστικό
Στενά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- ο Ελλήσποντος / Δαρδανέλια ή ο Βόσπορος ή όλη η περιοχή από τον Ελλήσποντο ως τον Βόσπορο
- ※ Στο τραπέζι των συζητήσεων αναμένεται να φέρει τις απαιτήσεις της και για τα Στενά, του στρατηγικού για τη ναυσιπλοΐα θαλάσσιου διαύλου από τα Δαρδανέλλια έως και τον Βόσπορο. (www.kathimerini.gr, 30.06.2023)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.