Σλοβάκα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | Σλοβάκα | οι | Σλοβάκες |
| γενική | της | Σλοβάκας | των | Σλοβάκων |
| αιτιατική | τη | Σλοβάκα | τις | Σλοβάκες |
| κλητική | Σλοβάκα | Σλοβάκες | ||
| Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.