Σκοτσέζα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Σκοτσέζα οι Σκοτσέζες
      γενική της Σκοτσέζας των Σκοτσεζών
    αιτιατική τη Σκοτσέζα τις Σκοτσέζες
     κλητική Σκοτσέζα Σκοτσέζες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Σκοτσέζα < βλέπε Σκωτσέζα

Κύριο όνομα

Σκοτσέζα θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.