Σαμοανός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Σαμοανός οι Σαμοανοί
      γενική του Σαμοανού των Σαμοανών
    αιτιατική τον Σαμοανό τους Σαμοανούς
     κλητική Σαμοανέ Σαμοανοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Σαμοανός < Σαμόα

Ουσιαστικό

Σαμοανός αρσενικό (θηλυκό Σαμοανή)

  • (εθνικό όνομα) ο κάτοικος, ή αυτός που κατάγεται από τη Σαμόα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.