Σαλαβριά
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | Σαλαβριά | ||
| γενική | της | Σαλαβριάς | ||
| αιτιατική | τη | Σαλαβριά | ||
| κλητική | Σαλαβριά | |||
| Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Σαλαβριά < μεσαιωνική ελληνική Σαλαβρία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.