Πρεβεζάνα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | Πρεβεζάνα | οι | Πρεβεζάνες |
| γενική | της | Πρεβεζάνας | — | |
| αιτιατική | την | Πρεβεζάνα | τις | Πρεβεζάνες |
| κλητική | Πρεβεζάνα | Πρεβεζάνες | ||
| Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Πρεβεζάνα < Πρεβεζάν(ος) + κατάληξη θηλυκού -α
Μεταφράσεις
Πρεβεζάνα
|
|
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.