Πολύδωρος

Νέα ελληνικά (el)

λείπει η κλίση

Ετυμολογία

Πολύδωρος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική Πολύδωρος < πολύδωρος < πολύς, πολύ- + δῶρον

Προφορά

ΔΦΑ : /poˈli.ðo.ɾos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Πολύδωρος

Κύριο όνομα

Πολύδωρος αρσενικό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Πηγές

  • Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)



Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

Πολύδωρος < πολύδωρος < πολύς, πολύ- + δῶρον

Κύριο όνομα

Πολύδωρος αρσενικό (θηλυκό Πολυδώρα ή Πολυδώρη)

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.