Πολωνέζα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Πολωνέζα οι Πολωνέζες
      γενική της Πολωνέζας
    αιτιατική την Πολωνέζα τις Πολωνέζες
     κλητική Πολωνέζα Πολωνέζες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Πολωνέζα < θηλυκό του Πολωνός

Κύριο όνομα

Πολωνέζα θηλυκό

  1. (εθνικό όνομα, οικείο) η Πολωνή
  2. (μουσική) τίτλος μουσικού έργου που έχει τη μορφή πολωνέζας
    η Πολωνέζα-Φαντασία του Σοπέν είναι η αγαπημένη μου απ' όλες τις πολωνέζες του

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.