Πλυβιόζ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

Πλυβιόζ < γαλλικά pluviôse

Προφορά

ΔΦΑ : /pli.viˈoz/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Πλυβιόζ

Κύριο όνομα

Πλυβιόζ αρσενικό άκλιτο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.