Πηλεΐδης

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Πηλεΐδης οἱ Πηλεΐδαι
      γενική τοῦ Πηλεΐδου τῶν Πηλεϊδῶν
      δοτική τῷ Πηλεΐδ τοῖς Πηλεΐδαις
    αιτιατική τὸν Πηλεΐδην τοὺς Πηλεΐδᾱς
     κλητική ! Πηλεΐδη Πηλεΐδαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Πηλεΐδ
γεν-δοτ τοῖν  Πηλεΐδαιν
Συγκρίνετε με το Πηλείδης.
1η κλίση, ομάδα 'Ἀτρείδης', Κατηγορία 'Κρονίδης' όπως «Κρονίδης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Κύριο όνομα

Πηλεΐδης αρσενικό

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.