Παριανός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Παριανός οι Παριανοί
      γενική του Παριανού των Παριανών
    αιτιατική τον Παριανό τους Παριανούς
     κλητική Παριανέ Παριανοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Παριανός < Πάρος + -ιανός

Ουσιαστικό

Παριανός αρσενικό, θηλυκό Παριανή (τρισύλλαβο, προφέρεται Πα-ρια-νός)

  • (πατριδωνυμικό) ο κάτοικος, ή αυτός που κατάγεται από την Πάρο

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.