Ορλωφικά
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τα | Ορλωφικά | ||
| γενική | των | Ορλωφικών | ||
| αιτιατική | τα | Ορλωφικά | ||
| κλητική | Ορλωφικά | |||
| Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Ουσιαστικό
Ορλωφικά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- (ιστορία) η αποτυχημένη επανάσταση του 1770 στην Ελλάδα εναντίον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, υποκινημένη από τους αδελφούς Ορλώφ, που ήταν στην υπηρεσία τής τσαρίνας της Ρωσίας, Αικατερίνης της Μεγάλης
- Ορλοφικά
-
Ορλωφικά στη Βικιπαίδεια

- Ορλωφικά - Ιστορία και νεοελληνική λογοτεχνία - Ψηφίδες - www.greek-language.gr
Μεταφράσεις
Ορλωφικά
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.