Οξφόρδη

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η Οξφόρδη
      γενική της Οξφόρδης
    αιτιατική την Οξφόρδη
     κλητική Οξφόρδη
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Οξφόρδη < (ορθογραφικό δάνειο) αγγλική Oxford +

Κύριο όνομα

Οξφόρδη θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.