Μπόμπα
Νέα ελληνικά
(el)
Ετυμολογία
Μπόμπα
<
γενική ενικού του αρσενικού
Μπόμπας
Προφορά
ΔΦΑ
: /
ˈbo.ba
/
τυπογραφικός συλλαβισμός
:
Μπό
‐
μπα
ομόηχο
:
μπόμπα
παρώνυμο
:
Μπόμπου
(
γυναικείο επώνυμο
)
Κύριο όνομα
Μπόμπα
θηλυκό
,
άκλιτο
γυναικείο
επώνυμο
,
θηλυκό
του
Μπόμπας
Μεταγραφές
κυριλλικοί χαρακτήρες
:
Бомпа
λατινικοί χαρακτήρες
:
Bompa
Κλιτικός τύπος κυρίου ονόματος
Μπόμπα
αρσενικό
γενική
,
αιτιατική
και
κλητική
ενικού
του
Μπόμπας
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.