Μούλκια

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα Μούλκια
      γενική των Μουλκιών
    αιτιατική τα Μούλκια
     κλητική Μούλκια
Οι καταλήξεις -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Μούλκια < πληθυντικός αριθμός του μούλκι

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈmul.ca/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Μούλκια

Κύριο όνομα

Μούλκια ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. ΦΕΚ 188 Α, 19 Αυγούστου 1954
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.