Μικρονησία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Μικρονησία οι Μικρονησίες
      γενική της Μικρονησίας των Μικρονησιών
    αιτιατική τη Μικρονησία τις Μικρονησίες
     κλητική Μικρονησία Μικρονησίες
Συνήθως στον ενικό.
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Κύριο όνομα

Μικρονησία θηλυκό

  1. θαλάσσια περιοχή του Ειρηνικού Ωκεανού
  2. κράτος της Ωκεανίας

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.