Μελά
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- Μελά < γενική ενικού του αρσενικού Μελάς
Προφορά
- ΔΦΑ : /meˈla/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Με‐λά
- παλαιά πολυτονική γραφή: Μελᾶ
-
Νάτα (Ναταλία) Μελά στη Βικιπαίδεια
(1923-2019), Ελληνίδα γλύπτρια
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.