Ματθαῖος
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | Ματθαῖος | οἱ | Ματθαῖοι | ||||
| γενική | τοῦ | Ματθαίου | τῶν | Ματθαίων | ||||
| δοτική | τῷ | Ματθαίῳ | τοῖς | Ματθαίοις | ||||
| αιτιατική | τὸν | Ματθαῖον | τοὺς | Ματθαίους | ||||
| κλητική ὦ! | Ματθαῖε | Ματθαῖοι | ||||||
| δυϊκός | ||||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Ματθαίω | ||||||
| γεν-δοτ | τοῖν | Ματθαίοιν | ||||||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «κῆπος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||||
Ετυμολογία
- Ματθαῖος (εξελληνισμένο όνομα) < προσαρμοσμένο άμεσο δάνειο από την εβραϊκή 'מַתִּתְיָהוּ (Mattityahu)
Κύριο όνομα
Ματθαῖος, -ου αρσενικό (ελληνιστική κοινή)
- ανδρικό όνομα: ο Ματθαίος, όπως ο Ευαγγελιστής:
- ※ 2ος κε αιώνας ⌘ Καινή Διαθήκη, Κατὰ Ματθαῖον Εὐαγγέλιον
-
Ματθαίος στη Βικιπαίδεια

Πηγές
- Ματθαῖος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.