Ματίς

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

Ματίς < (άμεσο δάνειο) γαλλική Matisse

Προφορά

ΔΦΑ : /maˈtis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Ματίς
τονικό παρώνυμο: Μάτης

Κύριο όνομα

Ματίς αρσενικό ή θηλυκό, άκλιτο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.