Ματίς
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- Ματίς < (άμεσο δάνειο) γαλλική Matisse
Προφορά
- ΔΦΑ : /maˈtis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Μα‐τίς
- τονικό παρώνυμο: Μάτης
-
Ανρί Ματίς στη Βικιπαίδεια
(1869-1954), Γάλλος εικαστικός καλλιτέχνης
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.