Μέσα

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

Μέσα (σε τοπωνύμια) < μέσα, στην από μέσα πλευρά
  • Δε φαίνεται να απαντά σε σύνθεση. Κατά τον Μηλιαράκη η σημασία «ἔνδον» (μέσα) εκφέρεται «πάντοτε αυτοτελώς, ουχί εν συνθέσει».[1] Οπως, Μέσα Βουνό (< μέσα) σε αντίθεση με τη σημασία μέση, όπως Μεσοβούνι (στη μέση του βουνού).  δείτε και τη λέξη Μεσαγρός

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈme.sa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Μέσα

Επίρρημα

Μέσα

  • πρώτος όρος πολυλεκτικών τοπωνυμίων της δημοτικής που δηλώνει ότι το δεύτερο μέλος της έκφρασης βρίσκεται σε χώρο μέσα, ή στη μέσα μεριά
    τα Μέσα Βουνά
    η Μέσα Μεριά
    οι Μέσα Ποταμοί

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. σελ.9 (427) - Αντώνιος Μηλιαράκης (1893) Μεσσαριά: Ιστορικαί έρευναι περί του ονόματος τούτου ως γεωγραφικού. Αθήνησιν: Εκ του Τυπογραφείου των Αδελφών Περρή, 1893. @anemi & στο Bulletin de la Société historique et ethnologique de la Grèce, 1892, τόμος 4, σελ. 424
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.