Μέσα
Νέα ελληνικά (el)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈme.sa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Μέ‐σα
Επίρρημα
Μέσα
- πρώτος όρος πολυλεκτικών τοπωνυμίων της δημοτικής που δηλώνει ότι το δεύτερο μέλος της έκφρασης βρίσκεται σε χώρο μέσα, ή στη μέσα μεριά
- ↪ τα Μέσα Βουνά
- ↪ η Μέσα Μεριά
- ↪ οι Μέσα Ποταμοί
- Λήμματα με τον όρο 'Μέσα' στο Βικιλεξικό
- Λήμματα με 'Μέσα' στο Βικιλεξικό
- Άνω, Πάνω
- Εγγύς
- Κάτω
Μεταφράσεις
Μέσα (σε τοπωνύμια)
|
|
Αναφορές
- σελ.9 (427) - Αντώνιος Μηλιαράκης (1893) Μεσσαριά: Ιστορικαί έρευναι περί του ονόματος τούτου ως γεωγραφικού. Αθήνησιν: Εκ του Τυπογραφείου των Αδελφών Περρή, 1893. @anemi & στο Bulletin de la Société historique et ethnologique de la Grèce, 1892, τόμος 4, σελ. 424
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.