ΜΚΟ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ΜΚΟ : Μη Κυβερνητική Οργάνωση ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική non-governmental organization-NGO)
Συντομομορφή
ΜΚΟ θηλυκό άκλιτο ακρωνύμιο (ή αρσενικό: Μη Κυβερνητικός Οργανισμός)
- (νεολογισμός) νομικά κατοχυρωμένος οργανισμός που δημιουργείται και απαρτίζεται από φυσικά ή νομικά πρόσωπα, λειτουργεί (θεωρητικά) ανεξάρτητα από κυβερνήσεις και συνήθως έχει κοινωφελείς σκοπούς
- Ο ρόλος λοιπόν των ΜΚΟ είναι καθαρά πολιτικός. Όταν η δράση τους έχει ανθρωπιστικό μανδύα συνήθως στοχεύουν στην υποκατάσταση των κρατικών λειτουργιών, στη σταδιακή αντικατάσταση των κρατικών θεσμών, των θεσμών του εθνικού κράτους δηλαδή, από τις «ανεξάρτητες αρχές», οι οποίες δεν ελέγχονται από τους θεσμούς του εθνικού κράτους και χρηματοδοτούνται από ευρωπαϊκά κονδύλια συνήθως, από την UNESCO ή τον ΟΗΕ ή από Ιδρύματα που συνδέονται με την αμερικανική εξωτερική πολιτική. Σταδιακά ωστόσο τα ίδια τα υπουργεία αρχίζουν να χρημοτοδοτούν και να κατευθύνουν ΜΚΟ, υπονομεύοντας έτσι εκ των έσω την κρατική ισχύ. (*)
-
ΜΚΟ στη Βικιπαίδεια
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.