Λουάντα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | Λουάντα | οι | Λουάντες |
| γενική | της | Λουάντας | — | |
| αιτιατική | τη | Λουάντα | τις | Λουάντες |
| κλητική | Λουάντα | Λουάντες | ||
| Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. Κανονικά στον ενικό. | ||||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Λουάντα < πορτογαλική Luanda
-
Λουάντα στη Βικιπαίδεια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.