Λιβαδία

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική Λιβαδί
      γενική τῆς Λιβαδίᾱς
      δοτική τῇ Λιβαδί
    αιτιατική τὴν Λιβαδίᾱν
     κλητική ! Λιβαδί
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ.
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Λιβαδία < ελληνιστική κοινή Λεβαδία < αρχαία ελληνική Λεβάδεια < Λέβαδος

Ουσιαστικό

Λιβαδία θηλυκό

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.