Λαμιεύς
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | Λαμιεύς | οἱ | Λαμιεῖς - Λαμιῆς* |
| γενική | τοῦ | Λαμιέως | τῶν | Λαμιέων |
| δοτική | τῷ | Λαμιεῖ | τοῖς | Λαμιεῦσῐ(ν) |
| αιτιατική | τὸν | Λαμιέᾱ | τοὺς | Λαμιέᾱς |
| κλητική ὦ! | Λαμιεῦ | Λαμιεῖς - Λαμιῆς* | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Λαμιῆ1 ή Λαμιεῖ2 | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | Λαμιέοιν | ||
| * αττικός τύπος 1 όπως στη Γραμματική του Smyth 2 όπως στη Γραμματική Γυμνασίου-Λυκείου Οικονόμου. | ||||
| 3η κλίση, ομάδα 'βασιλεύς', Κατηγορία 'βασιλεύς' όπως «βασιλεύς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Πηγές
- Λαμιεύς - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- P. M. Fraser and E. Matthews 1987 Lexicon of Greek Personal Names. Vol. I: The Aegean Islands. Cyprus. Cyrenaica, Oxford: Oxford University Press
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.