Λαμιεύς

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Λαμιεύς οἱ Λαμιεῖς - Λαμιῆς*
      γενική τοῦ Λαμιέως τῶν Λαμιέων
      δοτική τῷ Λαμιεῖ τοῖς Λαμιεῦσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν Λαμιέ τοὺς Λαμιέᾱς
     κλητική ! Λαμιεῦ Λαμιεῖς - Λαμιῆς*
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Λαμι1 ή Λαμιεῖ2
γεν-δοτ τοῖν  Λαμιέοιν
* αττικός τύπος
1 όπως στη Γραμματική του Smyth
2 όπως στη Γραμματική Γυμνασίου-Λυκείου Οικονόμου.
3η κλίση, ομάδα 'βασιλεύς', Κατηγορία 'βασιλεύς' όπως «βασιλεύς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Λαμιεύς < Λαμί(α) + -εύς

Ουσιαστικό

Λαμιεύς αρσενικό

Κύριο όνομα

Λαμιεύς αρσενικό

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.