Λάκαινα

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
Λᾰαινα-
ονομαστική Λάκαιν αἱ Λάκαιναι
      γενική τῆς Λακαίνης τῶν Λακαινῶν
      δοτική τῇ Λακαίν ταῖς Λακαίναις
    αιτιατική τὴν Λάκαινᾰν τὰς Λακαίνᾱς
     κλητική ! Λάκαιν Λάκαιναι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Λακαίν
γεν-δοτ τοῖν  Λακαίναιν
1η κλίση, Κατηγορία 'θάλασσα' όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Λάκαινα < Λάκ(ων) + -αινα

Ουσιαστικό

Λάκαινα [λᾰ]

Συγγενικά

 και δείτε τη λέξη Λάκων

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.