Κεφάλες

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οι Κεφάλες
      γενική
    αιτιατική τις Κεφάλες
     κλητική Κεφάλες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Κεφάλες < κεφάλες < πληθυντικός αριθμός του κεφάλα

Προφορά

ΔΦΑ : /ceˈfa.les/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Κεφάλες

Κύριο όνομα

Κεφάλες θηλυκό, μόνο στον πληθυντικό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.