Κερασούντα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | Κερασούντα | ||
| γενική | της | Κερασούντας | ||
| αιτιατική | την | Κερασούντα | ||
| κλητική | Κερασούντα | |||
| Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Κερασούντα < αρχαία ελληνική Κερασοῦς < κέρασος / κερασός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.