Καζανόβας
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Καζανόβας | οι | Καζανόβες |
| γενική | του | Καζανόβα | — | |
| αιτιατική | τον | Καζανόβα | τους | Καζανόβες |
| κλητική | Καζανόβα | Καζανόβες | ||
| Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Καζανόβας < βενετική Giacomo Casanova (Τζάκομο Καζανόβα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.