Νεάπολις

Νέα ελληνικά (el)

καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση)
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Νεάπολις αἱ Νεαπόλεις
      γενική τῆς Νεαπόλεως τῶν Νεαπόλεων
      δοτική τῇ Νεαπόλει ταῖς Νεαπόλεσι(ν)
    αιτιατική τὴν Νεάπολιν τὰς Νεαπόλεις
     κλητική ! Νεάπολι Νεαπόλεις
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Νεάπολις < νέα + πόλις

Κύριο όνομα

Νεάπολις θηλυκό

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.