ΚΤΕΟ
Νέα ελληνικά (el)
Συντομομορφή
ΚΤΕΟ ουδέτερο άκλιτο ακρωνύμιο
- ιδιωτική ή κρατική δομή στην οποία γίνεται τεχνικός έλεγχος των οχημάτων, ώστε να πιστοποιείται η ασφαλής λειτουργία και κυκλοφορία τους
-
ΚΤΕΟ στη Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις
ΚΤΕΟ
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.