Θέμιδα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Θέμιδα οι Θέμιδες
      γενική της Θέμιδας των Θέμιδων
    αιτιατική τη Θέμιδα τις Θέμιδες
     κλητική Θέμιδα Θέμιδες
Κατηγορία όπως «αρθρίτιδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Θέμιδα < Θέμις με κατάληξη δημοτικής -ιδα

Κύριο όνομα

Θέμιδα θηλυκό

  • (θεωνύμιο) άλλη μορφή του Θέμις
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.