Ενετοί
Νέα ελληνικά (el)
Προφορά
- ΔΦΑ : /e.neˈti/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Ε‐νε‐τοί
- ομόηχο: Ενετή
Κύριο όνομα
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | οι | Ενετοί | ||
| γενική | των | Ενετών | ||
| αιτιατική | τους | Ενετούς | ||
| κλητική | Ενετοί | |||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ενετοί αρσενικό πληθυντικός
- (εθνωνύμιο) των Ενετών
Συνώνυμα
- Βενετοί
- Βενετσιάνοι
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.