Ελληνοαμερικάνα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Ελληνοαμερικάνα οι Ελληνοαμερικάνες
      γενική της Ελληνοαμερικάνας των Ελληνοαμερικανών
    αιτιατική την Ελληνοαμερικάνα τις Ελληνοαμερικάνες
     κλητική Ελληνοαμερικάνα Ελληνοαμερικάνες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Ελληνοαμερικάνα < Ελληνοαμερικάν(ος) + (ελληνο- + Αμερικάνα)

Κύριο όνομα

Ελληνοαμερικάνα ή Ελληνοαμερικανίδα, θηλυκό

  • (εθνικό όνομα) θηλυκό του Ελληνοαμερικάνος
    Η μητέρα της είναι από την Ελλάδα κι ο πατέρας της από την Αμερική. Οπότε είναι Ελληνοαμερικάνα.

Μεταφράσεις

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Ελληνοαμερικάνος

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.