ΕΟΚ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ΕΟΚ < δείτε ορισμούς
Προφορά
- ΔΦΑ : /eˈok/
Συντομομορφή
Ε.Ο.Κ.
- θηλυκό άκλιτο ακρωνύμιο: Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα, η μεγαλύτερη από τις τρεις κοινότητες (ΕΚΑΧ, ΕΟΚ, Ευρατόμ) που είχαν ιδρυθεί με απώτερο σκοπό την οικονομική ολοκλήρωση της Ευρώπης
- (αθλητισμός) θηλυκό άκλιτο ακρωνύμιο: Ελληνική Ομοσπονδία Καλαθοσφαίρισης
- αρσενικό άκλιτο ακρωνύμιο: Εθνικός Οργανισμός Καπνού
- (φυσική) ουδέτερο ακρωνύμιο: Επίπεδο Ομοιόμορφο Κύμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.