ΕΕΠ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ΕΕΠ: → δείτε στους ορισμούς
Προφορά
- ΔΦΑ : /eˈep/
Συντομομορφή
Ε.Ε.Π.άκλιτο ακρωνύμιο
- (ναυτικός όρος, θηλυκό) Επιθεώρηση Εμπορικών Πλοίων: υπηρεσία του ελληνικού Υπουργείου Εμπορικής Ναυτιλίας με αντικείμενο την ασφάλεια των πάσης φύσεως εμπορικών πλοίων και ναυπηγημάτων
- (εκπαίδευση, ουδέτερο) Ειδικό Εκπαιδευτικό Προσωπικό :
- επιστήμονες και ειδικοί διαφόρων τομέων (όπως ψυχολόγοι, παιδοψυχίατροι, λογοθευραπευτές, κοινωνικοί λειτουργοί, επαγγελματικοί σύμβουλοι κ.ά.) που απασχολούνται σε σχολεία για άτομα με ειδικές ανάγκες (ΑμεΑ)
- επιστήμονες και ειδικοί που διδάσκουν σε ιδρύματα ανώτατης εκπαίδευσης ορισμένα αυτοδύναμα, από διδακτική άποψη, μαθήματα, όπως ξένες γλώσσες, φυσική αγωγή, εφαρμοσμένες τέχνες κ.λπ.
- (δημόσια διοίκηση, ουδέτερο) Ειδικό Επιστημονικό Προσωπικό : κατηγορία επιστημονικού προσωπικού που απασχολείται σε διάφορες δημόσιες υπηρεσίες και φορείς
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.