ΕΕΠ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ΕΕΠ:  δείτε στους ορισμούς 

Προφορά

ΔΦΑ : /eˈep/

Συντομομορφή

Ε.Ε.Π.άκλιτο ακρωνύμιο

  1. (ναυτικός όρος, θηλυκό) Επιθεώρηση Εμπορικών Πλοίων: υπηρεσία του ελληνικού Υπουργείου Εμπορικής Ναυτιλίας με αντικείμενο την ασφάλεια των πάσης φύσεως εμπορικών πλοίων και ναυπηγημάτων
  2. (εκπαίδευση, ουδέτερο) Ειδικό Εκπαιδευτικό Προσωπικό :
    1. επιστήμονες και ειδικοί διαφόρων τομέων (όπως ψυχολόγοι, παιδοψυχίατροι, λογοθευραπευτές, κοινωνικοί λειτουργοί, επαγγελματικοί σύμβουλοι κ.ά.) που απασχολούνται σε σχολεία για άτομα με ειδικές ανάγκες (ΑμεΑ)
    2. επιστήμονες και ειδικοί που διδάσκουν σε ιδρύματα ανώτατης εκπαίδευσης ορισμένα αυτοδύναμα, από διδακτική άποψη, μαθήματα, όπως ξένες γλώσσες, φυσική αγωγή, εφαρμοσμένες τέχνες κ.λπ.
  3. (δημόσια διοίκηση, ουδέτερο) Ειδικό Επιστημονικό Προσωπικό : κατηγορία επιστημονικού προσωπικού που απασχολείται σε διάφορες δημόσιες υπηρεσίες και φορείς
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.