Δικέφαλος

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

Δικέφαλος < δικέφαλος με πρόθημα (δις) δι-
ποδοσφαιρική ομάδα < ουσιαστικοποιημένο αρσενικό του επιθέτου δικέφαλος

Προφορά

ΔΦΑ : /ðiˈce.fa.los/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Δικέφαλος

Κύριο όνομα

Δικέφαλος αρσενικό

  1. ανδρικό επώνυμο
  2. σύμβολο δυο ποδοσφαιρικών ομάδων οι οποίες ιδρύθηκαν από Κωνσταντινουπολίτες. Της ΑΕΚ και του ΠΑΟΚ
    ο Δικέφαλος του Βορρά

Μεταγραφές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.