ΠΑΟΚ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία 1

ΠΑΟΚ < Πανθεσσαλονίκειος Αθλητικός Όμιλος Κωνσταντινουπολιτών

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈpa.ok/

Συντομομορφή

ΠΑΟΚ αρσενικό άκλιτο ακρωνύμιο

Παράγωγα

  • Παοκάρα
  • παόκι
  • παοκτσής, παοκτζής
  • παοκτσού, παοκτζού

Ετυμολογία 2

ΠΑΟΚ < Ποδοσφαιρικός Αθλητικός Όμιλος Κρητικών

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈpa.ok/

Συντομομορφή

ΠΑΟΚ αρσενικό άκλιτο ακρωνύμιο

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.