Δελφίνιον

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ Δελφίνιον τὰ Δελφίνι
      γενική τοῦ Δελφινίου τῶν Δελφινίων
      δοτική τῷ Δελφινί τοῖς Δελφινίοις
    αιτιατική τὸ Δελφίνιον τὰ Δελφίνι
     κλητική ! Δελφίνιον Δελφίνι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Δελφινίω
γεν-δοτ τοῖν  Δελφινίοιν
Συνήθως στον ενικό
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Δελφίνιον < δελφίνιον

Κύριο όνομα

Δελφίνιον ουδέτερο

  1. ναός της Αθήνας
  2. λιμάνι της Αττικής

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.