Γουλαίικα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τα | Γουλαίικα | ||
| γενική | των | Γουλαίικων | ||
| αιτιατική | τα | Γουλαίικα | ||
| κλητική | Γουλαίικα | |||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /ɣuˈle.i.ka/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Γου‐λαί‐ι‐κα
Αναφορές
- Γιώργος Ζαροδήμος, Τα Οικωνύμια του Δήμου Αγράφων, Αθήνα 2021
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.