Γκάνα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | Γκάνα | ||
| γενική | της | Γκάνας | ||
| αιτιατική | την | Γκάνα | ||
| κλητική | Γκάνα | |||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
-
Γκάνα στη Βικιπαίδεια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.
