Βουρλά

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα Βουρλά
      γενική των Βουρλών
    αιτιατική τα Βουρλά
     κλητική Βουρλά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Βουρλά < λείπει η ετυμολογία

Προφορά

ΔΦΑ : /vuɾˈla/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Βουρλά

Κύριο όνομα

Βουρλά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.